μεθυλ(ο)-

μεθυλ(ο)-
χημ. πρόθεμα που δηλώνει την παρουσία τής ομάδας τού μεθυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

  • νερολίνη — η (χημ). εμπορική ονομασία οργανικής ένωσης, γνωστής και ως β ναφθυλο μεθυλ αιθέρας ή γυάρα γυάρα, με έντονη οσμή ανθέων πορτοκαλιάς ή ακακίας, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη σαπωνοποιία …   Dictionary of Greek

  • πηκτίνες — Οργανικές ουσίες της ομάδας των πολυσακχαριτών, οι οποίες βρίσκονται στα κυτταρικά τοιχώματα και στους μεσοκυτταρικούς χώρους πολλών φυτικών ιστών, κυρίως των σπόρων, των ριζωμάτων και των καρπών. Οι π. αποτελούνται από γραμμικά μακρομόρια μέσου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”